- περιτέρμων
- -ον, Α1. αυτός που περιορίζει, που περικυκλώνει από παντού2. (με παθ. σημ.) ο περιορισμένος ολόγυρα από ὁλα τα σημεία, περικυκλωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τέρμων «τέρμα, όριο» (πρβλ. α-τέρμων, συν-τέρμων)].
Dictionary of Greek. 2013.